ἡλιακῆς

ἡλιακῆς
ἡλιακός
of the sun
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ἠλιακῆς — Ἠλιακός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηλιακή σταθερά — Το ποσό της ηλιακής ενέργειας που δέχεται ανά λεπτό η μονάδα της επιφάνειας που έχει τοποθετηθεί κάθετα προς τις ηλιακές ακτίνες, έξω από τη γήινη ατμόσφαιρα και στη μέση απόσταση Γης Ηλίου. Ο υπολογισμός της η.σ. γίνεται με βάση τον νόμο Ι = Ι0… …   Dictionary of Greek

  • ήμερα — Χρονική μονάδα που αντιστοιχεί στη διάρκεια μιας πλήρους περιστροφής της Γης γύρω από τον άξονά της. Για τον προσδιορισμό της χρησιμοποιούνται διάφορα φαινόμενα, που κάνουν αντιληπτή την περιστροφική κίνηση της Γης. Ένα από τα φαινόμενα αυτά… …   Dictionary of Greek

  • ακτινομετρία — η(Μετεωρ.) η μέτρηση τής εντάσεως ακτινοβολιών και ιδιαίτερα τών ηλιακών. Για τη μέτρηση τής ηλιακής ακτινοβολίας, που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη μετεωρολογία και την κλιματολογία, χρησιμοποιούνται διάφορα όργανα, που χαρακτηρίζονται …   Dictionary of Greek

  • ημέρα — Χρονική μονάδα που αντιστοιχεί στη διάρκεια μιας πλήρους περιστροφής της Γης γύρω από τον άξονά της. Για τον προσδιορισμό της χρησιμοποιούνται διάφορα φαινόμενα, που κάνουν αντιληπτή την περιστροφική κίνηση της Γης. Ένα από τα φαινόμενα αυτά… …   Dictionary of Greek

  • Μιλν, Έντουαρντ Άρθουρ — (Edward Arthur Milne, Χαλ 1896 – Δουβλίνο 1950). Άγγλος αστρονόμος και μαθηματικός. Το 1920 ονομάστηκε αναπληρωματικός διευθυντής του αστεροσκοπείου ηλιακής φυσικής του Κέιμπριτζ· το 1924 δίδαξε μαθηματικά στο πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ και το… …   Dictionary of Greek

  • ακτινοβολία — (αγγλ. radiation). Γενικός όρος με τον οποίο στη φυσική υποδηλώνονται τα φαινόμενα εκπομπής, διάδοσης και απορρόφησης ενέργειας από μέρους σωμάτων, με τη μορφή είτε κυμάτων (α. ηχητική, α. ηλεκτρομαγνητική) είτε σωματιδίων. Οι α. μπορούν να… …   Dictionary of Greek

  • ηλιογράφος — Όργανο για τη μέτρηση της πραγματικής ηλιοφάνειας. Οι η. διακρίνονται σε δύο κατηγορίες: α) αυτούς που χρησιμοποιούν τη θερμαντική ισχύ της ηλιακής ακτινοβολίας και β) αυτούς που χρησιμοποιούν τη χημική δράση της ορατής και της υπεριώδους ηλιακής …   Dictionary of Greek

  • Άγκστρεμ, Κνουτ — (Knut Angström 1857 – 1910).Σουηδός φυσικός. Γιος του Άντερς Γιόνας. Καθηγητής φυσικής στα πανεπιστήμια Στοκχόλμης και Ουψάλα. Μελέτησε την ηλιακή ακτινοβολία και, ιδιαίτερα, τις ακτίνες Γκέισλερ. Επινόησε το πυρηλιόμετρο,ένα όργανο μεγάλης… …   Dictionary of Greek

  • εκλάμψεις — (Αστρον.). Χαρακτηριστικό φαινόμενο, αποτέλεσμα της δραστηριότητας της ηλιακής χρωμόσφαιρας. Οι ε. ή χρωμοσφαιρικές εκρήξεις είναι φωτεινά συγκροτήματα που εμφανίζονται ξαφνικά, αλλά παροδικά, στον ηλιακό δίσκο, στο κεντρικό μέρος ομάδας κηλίδων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”